- ὄχθῳ
- ὄχθοςeminencemasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οχθώ — ὀχθῶ, έω (Α) (επικ. τ.) δυσαρεστούμαι, στενοχωριέμαι, δοκιμάζω ψυχικό βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι θεωρούσαν το ρ. ὀχθῶ παρ. τού ουσ. ὄχθος / ὄχθη «λόφος, ύψωμα» (πρβλ. και τού Ησύχ. ὀχθᾶσθαι ἀπὸ τοῦ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς… … Dictionary of Greek
ὀχθῶ — ὀχθέω to be sorely angered pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀχθέω to be sorely angered pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχθωι — ὄχθῳ , ὄχθος eminence masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχθίζω — ὀχθίζω (Α) οχθώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. παρλλ. τ. τού ὀχθῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
άχθομαι — ἄχθομαι (Α) 1. έχω επάνω μου βάρος, είμαι φορτωμένος 2. στενοχωριέμαι, υποφέρω 3. αγανακτώ, οργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα άχθομαι και άχθος, η μεταξύ των οποίων σχέση είναι ασαφής, αποτελούν ομηρικές ήδη λέξεις αβέβαιης ετυμολ. Αρχικώς η λ. σήμαινε… … Dictionary of Greek
εύοχθος — εὔοχθος, ον (Α) 1. (για γη) γόνιμος, εύφορος, καρποφόρος 2. (για συμπόσια) πολυτελής, πλουσιοπάροχος 3. άφθονος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η σύνδεση με τα όχθος, όχθη δεν είναι σημασιολογικά ικανοποιητική. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να… … Dictionary of Greek
προσοχθώ — έω, Μ προσοχθίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὀχθῶ «δυσαρεστούμαι, στενοχωριέμαι»] … Dictionary of Greek
όχθησις — ὄχθησις, ἡ (Α) [οχθώ] (κατά τον Ησύχ.) «θόρυβος, τάραχος» … Dictionary of Greek